- τολμήσωσι
- τολμάωBodl. Quarterly Recordaor subj act 3rd pl (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλεπτοτελωνώ — κλεπτοτελωνῶ, έω (AM) κάνω λαθρεμπόριο («εἰ μέντοι παρὰ τὸ δοκοῦν τολμήσωσί τι, ἤγουν, τὸ λεγόμενον, κλεπτοτελωνήνουσιν», Μέν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κλεπτοτελώνης] … Dictionary of Greek